- αυγουσταίος
- α, -ο (Μ αὐγουσταῑος, -α, -ον)1. αυτός που ανήκει στον Αύγουστο, τον αυτοκράτορα2. το αρσ. ως ουσ. ο αυγουσταίοςο μεγάλος βασιλικός θάλαμος στο παλάτι του Βυζαντίουνεοελλ.φρ. «Αυγουσταία Ομολογία» — η ομολογία της Αυγούστας (Augsburg) της Βαβαρίας.
Dictionary of Greek. 2013.